ἀποστατῆσαν

ἀποστατῆσαν
ἀποστατέω
stand aloof from
aor part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δούκας — I Επώνυμο οικογένειας βυζαντινών αξιωματούχων από την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας. 1. Αλέξιος Ε’ ο Μούρτζουφλος. Βλ. λ. Αλέξιος. Όνομα αυτοκρατόρων. 2. Ανδρόνικος (9ος 10ος αι.). Κατηγορήθηκε ότι έλαβε μέρος σε συνωμοσία εναντίον του αυτοκράτορα… …   Dictionary of Greek

  • Άβδηρα — I Αρχαία πόλη της Θράκης, κοντά στις εκβολές του ποταμού Νέστου. Το όνομα Αβδηρίτης στην αρχαιότητα ήταν συνώνυμο με το ανόητος, βλάκας, χωρίς να είναι γνωστό για ποιον ακριβώς λόγο. Παρ’ όλα αυτά, τα Ά. ήταν η πατρίδα των φιλοσόφων Δημοκρίτου,… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Αθηνίων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ζωγράφος από τη Μαρώνεια της Θράκης (4ος αι. π.Χ.). Μαθητής του Κορίνθιου Γλαυκίωνα. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι έργα του βρίσκονταν στην Ελευσίνα. Πιστεύεται ότι θα εξελισσόταν σε μέγιστο ζωγράφο, αν δεν πέθαινε νέος. 2.… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξανδρόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελής. Αγωνιστής από τα Γαράτσα της Μεσσηνίας. Υπηρέτησε αρχικά υπό τις διαταγές του Μήτρου Πέτροβα. Πήρε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις στην Καρύταινα, το Βαλτέτσι, την Τρίπολη, το Άργος, την Κόρινθο κ.α. 2.… …   Dictionary of Greek

  • Άνων ή Άννων — Όνομα στρατηγών και ναυάρχων των Καρχηδονίων. 1. Γιος του Αμίλκα (; – 488; π.Χ.). Υπέταξε τους Λουσιτανούς, αλλά εξαφανίστηκε στη μάχη της Ιμέρας (488 π.Χ.). Η παράδοση αναφέρει ότι έπλευσε κατά μήκος των αφρικανικών ακτών του Ατλαντικού, μέχρι… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Γέτες — Αρχαίος λαός θρακικής καταγωγής, που κατοικούσε στην ευρωπαϊκή Σκυθία, ανάμεσα στον ποταμό Δούναβη προς Β και στην οροσειρά του Αίμου προς Ν. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τους Γ. πιο δίκαιους και ανδρείους από τους Θράκες. Οι Γ. πίστευαν στην… …   Dictionary of Greek

  • Κάλυνδα — Αρχαία παραλιακή πόλη της Καρίας κοντά στα σύνορα με τη Λυδία. Οι Καλύνδιοι υπήρξαν σύμμαχοι των Καυνίων έως το 163 π.Χ., οπότε αποστάτησαν. Στην περιοχή της πόλης βρέθηκαν νομίσματα που χρονολογούνται από τον 1o αι. π.Χ. Τα Κ. πλήρωναν φόρο στην …   Dictionary of Greek

  • Καμάρινα — Αρχαία πόλη της Σικελίας, ΝΑ της Γέλας. Χτίστηκε το 599 π.Χ. από Συρακούσιους αποίκους, από τους οποίους αποστάτησαν οι κάτοικοι το 512 π.Χ., γεγονός που οδήγησε στην καταστροφή της. Η πόλη ανοικοδομήθηκε, αλλά στη συνέχεια λεηλατήθηκε ξανά από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”